-
1 διατεινω
(fut. διατενῶ - med. διατενοῦμαι)1) протягивать, простирать(τὰς χεῖρας ἐπί τι Xen.)
2) растягивать, распростирать(ἀράχνιον πρός τι Arst.; τινὰ ὑπὲρ λεχέων Anth.)
3) простираться, тянуться(καθ΄ ὅλον τὸ σῶμα Arst.; ἀπό τι εἴς τι Polyb.)
δ. εἴς τινα Plut. — восходить к временам кого-л.;δ. ἄχρι или μέχρι τινός, тж. πρός или εἴς τινα Plut. — восходить к кому-л., т.е. быть чьим-л. потомком, принадлежать к чьему-л. роду4) продолжаться, длиться(διὰ παντὸς τοῦ βίου Arst.; πρὸς τοὺς νῦν ὄντας Plut.)
5) устремляться, направляться(πρὸς Γάζαν Polyb.; πρὸς τέν θάλατταν Diod.)
6) иметь отношение, относиться(πρός τινα и πρός τι Polyb.)
7) преимущ. med. натягивать(τόξον Her.)
8) приготовлять(ся) к броску или к удару, брать на изготовку(τὰ βέλεα Her.)
διατεινάμενοι τὰ παλτά Xen. — приготовившись к метанию копий;διατεταμένοι τὰς μάστιγας Polyb. — приготовив бичи9) med. напрягаться, прилагать усилия, стараться(τὰ κάλλιστα πράττειν Arst.)
δεῖ παντὴ τρόπῳ διατειναμένους φεύγειν Xen. — нужно приложить все старания, чтобы во что бы то ни стало бежать10) med. категорически утверждать, настаивать Plat., Dem.διατεινάμενος εἴποιμι, ὅτι … Plut. — я склонен утверждать, что …
11) med. устремляться, (гневно) обрушиваться, нападать(πρός τινα Plut.)
См. также в других словарях:
GAZA — insignis Palaestinae civitas, ex 5. Satrapiis Philistinorum, Aegyptum versus ultima, quae olim Iudae in sortem cecidit, Morer. Simeonis adscribit, sic dicta a regia Gaza, i. e. pecunia, quam illuc olim Camby ses Persarum Rex vehi curarat, quondam … Hofmann J. Lexicon universale
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
παλινδρομώ — (ΑΜ παλινδρομῶ, έω) [παλίνδρομος] νεοελλ. 1. τρέχω ή κινούμαι προς τα εμπρός και προς τα πίσω, κινούμαι εναλλάξ προς μία και προς την αντίθετη φορά 2. αλλάζω γνώμη ή στάση, είμαι άστατος μσν. (για ακόντιο που ρίχνεται κατά τής ασπίδας) τινάζομαι… … Dictionary of Greek